- ανθρακούχος
- ος , ον1) угольный; углеродистый;
ανθρακούχο σώμα — карбид;
2) угленосный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθρακούχο σώμα — карбид;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθρακούχος — α, ο 1. αυτός που περιέχει άνθρακα 2. (για έδαφος) αυτός που περιέχει κοιτάσματα γαιανθράκων, ανθρακοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθραξ + ούχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη] … Dictionary of Greek
ανθρακούχος — ο 1. αυτός που περιέχει άνθρακα ως χημικό στοιχείο: Πολλά μέταλλα είναι ανθρακούχα. 2. έδαφος που έχει κοιτάσματα γαιάνθρακα: Η περιοχή του Ρουρ στη Γερμανία είναι ανθρακούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ανθρακοφόρος — α, ο 1. ανθρακούχος 2. αυτός που μεταφέρει γαιάνθρακες, («ανθρακοφόρα πλοία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται στην Ακολουθία της οσίας Φιλοθέης, που εκδόθηκε το 1717 (θεοδόχος ανθρακοφόρος λαβίς «η Παναγία»)] … Dictionary of Greek
ανθρακώδης — (Α ἀνθρακώδης, ες) ανθρακοειδής* νεοελλ. ανθρακοφόρος, ανθρακούχος … Dictionary of Greek
ενάνθρακος — η, ο αυτός που περιέχει άνθρακα, ο ανθρακούχος («ενάνθρακος σίδηρος») … Dictionary of Greek
καρμπονάντο — το (ορυκτ.) ποικιλία διαμαντιών που περιέχουν γραφίτη και χρησιμοποιούνται στην κατασκευή τής στεφάνης τών γεωμετρικών μηχανημάτων και τής οποίας τα σπουδαιότερα κοιτάσματα βρίσκονται στη Βραζιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. carbonado «ανθρακούχος»] … Dictionary of Greek